- αλέστα
- (λ. ιταλ.), επίρρ. τροπ., σε ετοιμότητα, γρήγορα: Με θέλει να είμαι πάντα αλέστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλέστα — επίρρ. 1. σε προσοχή! έτοιμος! 2. γρήγορα, σβέλτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα». ΠΑΡ. νεοελλ. αλέστος] … Dictionary of Greek
αλέστος — η, ο 1. πρόθυμος, έτοιμος 2. γρήγορος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλέστα ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστοσύνη] … Dictionary of Greek
αλεστάρω — στέκομαι αλέστα, ετοιμάζομαι, προθυμοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. allestare «προετοιμάζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek